Το συνηθέστερο, όταν συζητάς με αρχιτέκτονες και γενικότερα δημιουργούς της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού, είναι να υφίστασαι ένα λεκτικό καταιγισμό όρων και εννοιών που έχουν ως αφετηρία τον Le Corbusier και τον Διεθνή Αρχιτεκτονικό Μοντερνισμό, τους φιλοσοφικούς στοχασμούς του Heidegger σχετικά με την ιδέα του κατοικείν, την Σχολή της Φραγκφούρτης, τα μεταμοντερνιστικά ρεύματα και τα σχετικά πρόσφατα πειράματα της τεκτονικής αποδόμησης.
Κοιτάζοντας τις μακέτες και τα τελειωμένα αρχιτεκτονικά έργα του Ζήνωνα Σιερεπεκλή (κατοικίες, Μουσεία, Ιδρύματα, Οικισμούς), μου γεννιέται η εντύπωση ότι τα έργα αυτά δεν ανήκουν στον χώρο αλλά τον δημιουργούν, με λίγα λόγια του δίνουν μια κατασκευαστική ταυτότητα η οποία είναι ταυτόχρονα πολιτισμική και βαθιά βιωματική: τα κτίσματα αυτά δείχνουν αδρά δομημένα αλλά και σαν έτοιμα να απογειωθούν, έτοιμα να μετακινηθούν, να αλλάξουν τη διαρρύθμιση του εσωτερικού ή των συχνά ζωηρόχρωμων προσόψεών τους. Τα έργα αυτά δηλώνουν ένα απόλυτο σεβασμό απέναντι στην ύλη, στα υλικά δηλαδή με τα οποία τρέφεται και αναζωογονείται η ευρηματικότητα του αρχιτέκτονα, στο περιβάλλον που τα πλαισιώνει, αλλά και στις αισθητικές και κατασκευαστικές μνήμες του παρελθόντος. Ένα παράδειγμα, το Μουσείο Ιεράς Μονής του Αγίου Νεοφύτου το οποίο έχω επισκεφθεί.
Ένα εξάλλου από τα μεγάλα σφάλματα του αρχιτεκτονικού μοντερνισμού ήταν, ότι ακολουθώντας το γενικό σύνθημα των καλλιτεχνικών πρωτοποριών του 20ου αιώνα, προσπάθησε να αποκόψει το παρόν από τα έργα του παρελθόντος ξεχνώντας ότι στην τέχνη όπως και στην ζωή δεν υπάρχει παρθενογένεση και ότι όποιος αγνοεί το παρελθόν του, μοιραία φτωχαίνει και την μελλοντική του ζωή.
Χάρηκα ιδιαίτερα γιατί ο Ζήνων Σιερεπεκλής που μόλις έχω γνωρίσει, δεν έχει πνίξει την Κύπρο στο γυαλί, δεν έχει κατασκευάσει μαρίνες και οικισμούς που να θυμίζουν μακέτες και δεν έχει στήσει στη μέση του άνυδρου και ηλιοκαμένου πουθενά, νέο-μπαρόκ μεταμοντέρνες επαύλεις που να μοιάζουν με ροζ και άσπρες τούρτες.
2
Ξαναπιάνοντας το νήμα του χρονικού της γνωριμίας μας, θα αναφερθώ στην πρώτη δια ζώσης συνάντησή μας στο σπίτι μου (ένα ενοικιαζόμενο διαμέρισμα στη Λεμεσό). Ήταν όπως τον φανταζόμουνα ή μάλλον, για να είμαι ειλικρινής, όπως τον είχα δει στις φωτογραφίες των βιβλίων του, με τη διαφορά ότι ζωντανός απέπνεε έναν αέρα ζεστασιάς και γενναιόδωρης οικειότητας. Δεν ξέρω γιατί, αλλά η παρουσία του άθελά μου με συνέδεσε με μια μνήμη των παιδικών μου χρόνων πολύ προσωπική, που έχει μείνει μέσα μου ανεξίτηλη και ίσως λίγο βασανιστική. Στο καθιστικό του σπιτιού μας στην Αθήνα, ήταν τοποθετημένο πάνω σε ένα ξύλινο σκαλισμένο μπαούλο ένα ευρύχωρο δοχείο γεμάτο με κυπριακή γη. Το χώμα θα πρέπει να ήταν από το χωριό Δίκωμο, τόπο καταγωγής του πατέρα μου το οποίο δεν μπορούσε ο ίδιος να επισκεφθεί γιατί από το 1931, ήταν εξόριστος της Αγγλικής αποικιοκρατίας. Μόλις είδα ζωντανό τον Σιερεπεκλή είπα από μέσα μου, να ένας άνθρωπος που μου θυμίζει την αλλοτινή Κύπρο. Η αλήθεια είναι ότι, όταν ο Ζήνων μιλάει για την βαθιά βιωματική του επαφή με την ύλη, ξέρω τι εννοεί. Ξέρω τι εννοεί όταν μιλάει για την ερωτική σχέση του με το ξύλο, όπως νιώθω τι θέλουν να εκφράσουν εδώ και χιλιάδες χρόνια οι ασυναγώνιστοι Κύπριοι τεχνίτες του πηλού. Τα έργα τους είναι σαν τα κτίσματα του Σιερεπεκλή: είτε για ειδώλια, είτε για αγγεία πρόκειται, σου δίνουν την αίσθηση ότι αναπνέουν και ότι από στιγμή σε στιγμή θα κινηθούν. Ό,τι υπήρξε το μάρμαρο για τον αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό , υπήρξε και ο πηλός ή το ξύλο για τα κυπριακά εργαστήρια.
Ο Σιερεπεκλής – συνεχίζω το χρονικό της συνάντησης- είχε φέρει στο σπίτι μου ακόμη δύο βιβλία. Το ένα, 6Χ6+2 ένα ανθολόγιο παλαιότερων ασπρόμαυρων φωτογραφιών του, που μου άφησε πολύ καλές εντυπώσεις από το πρώτο κοίταγμα. Το άλλο, το Πολλάκις εις Θάνατον το οποίο, να μου επιτρέψει ο ίδιος να το παραφράσω με τον τίτλο: Πολλάκις εξορκίσας τον Θάνατον. Όταν ετοιμάστηκε να φύγει του έκανα μια ερώτηση που σήμερα μου φαίνεται αρκετά αστεία. Τον ρώτησα αν ήθελε να εστιάσω την ομιλία μου μόνο στα γλυπτά ή αν προτιμούσε να αναφερθώ γενικότερα στο έργο του. Μου απάντησε ότι ήμουν ελεύθερη να επιλέξω ό,τι ήθελα. Μετά από δύο ημέρες, αφού τελείωσα και την ανάγνωση του Πολλάκις εις Θάνατον αποφάσισα ότι ο Σιερεπεκλής δεν κόβεται σε κομμάτια. Ήταν στο χέρι μου λοιπόν να επιχειρήσω μια προσέγγιση που να περιέχει τις εντυπωσιακές επιδόσεις του σε όλα αυτά τα δημιουργικά πεδία που τον απασχόλησαν. Ο πυρήνας είναι ο ίδιος αλλά κάθε φορά ο Ζήνων Σιερεπεκλής μελετά με προσοχή το μέσο που χρησιμοποιεί , την ιστορία του και τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος θα το αξιοποιήσει.
Τα θαυμάσια κτίσματά του αναδεικνύουν την αφοσίωσή του στην περιπέτεια της δομής, οι φωτογραφίες του πραγματεύονται σε βάθος την αντίληψη και λειτουργία της ψευδαίσθησης- ιδιαίτερα όταν αυτή χρησιμοποιεί το εύρημα των αντικατοπτρισμών- ενώ τα γλυπτά του, εμπνευσμένα από την δομή και την ανιμιστική υφολογία των αφρικανικών τοτέμ, αναπαριστούν με ένα αξιοζήλευτα ελλειπτικό τρόπο - από τον οποίο δεν λείπει το λεπτό χιούμορ- ήρωες, ημίθεους και μυθικά ζώα εμπνευσμένα από τα έπη του αρχαίου κόσμου. Όσο για το λογοτεχνικό του αφήγημα, το Πολλάκις εις Θάνατον, στο οποίο συνολικά αναφέρεται στην εξ απαλών ονύχων μύησή του στην ιδέα του αγώνα για την ελευθερία και στην αναμέτρηση με τον θάνατο. Παραδόξως, στις σελίδες του βιβλίου του βρίσκω μερικά κοινά σημεία με τις εφηβικές εμπειρίες του Εβραιο-Ούγγρου νομπελίστα συγγραφέα Imre Kertesz, από τα ναζιστικά στρατόπεδα του Buchenwald και του Aouschwitz. Ο Ζήνων, όπως γράφει ο ίδιος, γλύτωσε πολλάκις τον θάνατο χάρις στον Ευκλείδη και στην ευχή της μάνας του.
3
Προσωπικά δεν γνωρίζω αν η μάνα του Kertesz ήταν σε θέση να του δώσει κάποιαν ευχή, είναι όμως σίγουρο ότι στις νεανικές και απόλυτα άδολες προσπάθειές του για να επιβιώσει μέσα σε ένα ναζιστικό στρατόπεδο - επιτυγχάνοντας τον θρίαμβο της ζωής απέναντι στον θάνατο- τον συνέδραμε αποφασιστικά ο μεγάλος γεωμέτρης Ευκλείδης. Όπως γράφει και ο Ζ.Σ., τα πάντα είναι θέμα απόστασης και σωστής γωνίας. Ο Kertesz, χωρίς να μας μιλά καθόλου για το πρόσωπο και την παρουσία του εχθρού, περιγράφει τις ανείπωτες στιγμές ηδονής και ευτυχίας που ένιωθε, όταν κατάφερνε να ανακαλύψει κάποια μικρή γωνιά του μαρτυρικού του κρεβατιού όπου τα αγκάθια ,οι πέτρες και τα σκληρά ροκανίδια , ήταν λιγότερο αιχμηρά. Στην εποχή μας, οι δυο κυρίαρχες πάντα δυνάμεις,- o Έρωτας και ο Θάνατος - οι οποίες σύμφωνα με τον Sigmund Freud διαφεντεύουν τη ζωή του ανθρώπου βρίσκονται σε μια αδυσώπητη αναμέτρηση μεταξύ τους ίσως γιατί αρχίζουν να λιγοστεύουν οι ευχές, όπως ακριβώς λιγοστεύουν και οι παραπομπές στον Ευκλείδη.
Ακολουθεί η προβολή και ανάλυση των έργων Γλυπτικής, Αρχιτεκτονικής, Φωτογραφίας.
Νίκη Λοϊζίδη,
Λεμεσός, Μάϊος 2015.